- αμύγδαλος
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσιών.
* * *ἀμύγδαλος, η (Α)1. αμυγδαλιά2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμύγδαλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλᾶς — ἀμύγδαλος fem acc pl (attic doric) ἀμύγδαλος fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλαῖ — ἀμύγδαλος fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλαῖς — ἀμύγδαλος fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆ — ἀμύγδαλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆν — ἀμύγδαλος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆς — ἀμύγδαλος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῇ — ἀμύγδαλος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδάλους — ἀμύγδαλος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
амигдал — миндаль , церк. из греч. ἀμύγδαλος. См. миндаль … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера